- ἀπόπλυσις
- ἀπόπλυσιςwashing awayfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποπλύσει — ἀπόπλυσις washing away fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποπλύσεϊ , ἀπόπλυσις washing away fem dat sg (epic) ἀπόπλυσις washing away fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπλυσιν — ἀπόπλυσις washing away fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόπλυση — η (Μ ἀπόπλυσις) απομάκρυνση ευδιάλυτων ουσιών και κολλοειδών από το επιφανειακό στρώμα του εδάφους και μεταφορά σε βαθύτερα στρώματα με τη βοήθεια του νερού της βροχής μσν. το πλύσιμο, ο καθαρισμός … Dictionary of Greek
ἀποπλύσεως — ἀποπλύσεω̆ς , ἀπόπλυσις washing away fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)